- πολυχαίτης
- ο, ΝΑαυτός που έχει πολλή χαίτη, πολλά μαλλιά ως χαίτηνεοελλ.1. στον πληθ. οι πολυχαίτες και εσφ. τ. πολύχαιτοιζωολ. ομοταξία θαλάσσιων δακτυλιοσκωλήκων, τών οποίων τα μεταμερή φέρουν πυκνούς θυσάνους από χιτινώδεις σμήριγγες2. φρ. «υπόθεση πολυχαίτη»(παλαιοντ.) θεωρία που υποστηρίζει ότι τα κωνόδοντα αποτελούν τμήμα τού μασητικού μηχανισμού τών πολυχαίτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. κυανο-χαίτης. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polychaetes].
Dictionary of Greek. 2013.